αμαλγάμωση

αμαλγάμωση
ή αμαλγαμάτωση, η Χημ.
1. ο σχηματισμός κράματος που αποτελείται από υδράργυρο* και ένα άλλο ή άλλα μέταλλα
2. επικάλυψη αντικειμένων με αμάλγαμα
3. η διαδικασία για τον διαχωρισμό ενός μετάλλου από το μετάλλευμά του, κατά την οποία σχηματίζεται κράμα τού επιθυμητού μετάλλου με τον υδράργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθτ. (από το θ. τής γεν. αμαλγαματ-) αμαλγαμάτωση, η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αμαλγαμωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην αμαλγάμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαλγαμ(άτ)ωση, πρβλ. αγγλ. amalgamative] …   Dictionary of Greek

  • αμαλγαμάτωση — η και αμαλγάμωση, η 1. η ετοιμασία αμαλγάματος (βλ. λ.). 2. Η επάλειψη καθρεφτών με αμάλγαμα: Δώσαμε τον καθρέφτη για αμαλγαμάτωση. 3. μέθοδος αποχωρισμού του χρυσού ή του ασημιού από τα μεταλλεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”